Η σύλληψη της ιδέας για την κατασκευή ηρώων τοποθετημένων πάνω σε υψώματα και λόφους ανήκε στους Βρετανούς και έγινε πράξη στις περιπτώσεις των μαχών του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου στην περιοχή της Μακεδονίας και του Κιλκίς.
Η υλοποίησή τους καθόρισε την άτυπη ‘’παράδοση’’ για την απόδοση των υψωμάτων στην ιστορική μνήμη. Κορυφαίο παράδειγμα το Κιλκίς, που έχει να επιδείξει πολλά υψώματα και λόφους λόγω της γεωμορφολογικής διαμόρφωσής του αλλά και αιματοβαμμένα χώματα.
Με το στήσιμο ηρώων των Βαλκανικών Πολέμων του 1912 – 1913, η Πολιτεία δεν αποσκοπούσε απλά στη διαιώνιση της μνήμης των χιλιάδων νεκρών, αλλά στόχευε στην περιφρούρηση και στη διατήρηση των επαρχιών που ενώθηκαν με την Ελλάδα, σε μια προσπάθεια εδραίωσης της ομοιογενούς εθνικής φυσιογνωμίας μετά την καταστροφή του 1922 και σε πολιτικό επίπεδο επιδίωκε την έκφραση των εθνικών τάσεων της εποχής του Μεσοπολέμου.
Νότια του Κιλκίς διαμορφώθηκε ο λόφος και αποδόθηκε στην ιστορική μνήμη με την τοποθέτηση ηρώου για τη νικηφόρα μάχη που διαδραματίσθηκε στην περιοχή, το αποτέλεσμα της οποίας καθόρισε τα βόρεια σύνορα της ελληνικής επικράτειας μετά τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο το 1913.
Στον λόφο πραγματοποιήθηκαν εργασίες που περιλάμβαναν την κατασκευή λίθινου περιβόλου, δενδροφύτευση και δημιουργία κλιμακωτής λίθινης ανόδου, που οδηγεί από τη βάση στην κορυφή του.
Το Ηρώο είναι ένα γλυπτό σύμπλεγμα, έργο του Γεωργίου Δημητριάδη, λαξευμένο σε μάρμαρο και έχει ύψος 2,90 μέτρα. Στήθηκε στο κέντρο του περιβόλου που περιτρέχει τον λόφο, πάνω σε οκταγωνική βάση με κατεύθυνση την πόλη του Κιλκίς. Συνολικά ολόκληρο το μνημείο, από την οκταγωνική βάση έως την κορυφή, πρέπει να ξεπερνά σε ύψος τα 4 μέτρα.
Κεντρική μορφή του συμπλέγματος αναδεικνύεται ένας ασκεπής, όρθιος σε διασκελισμό μαχητής, τη στιγμή της μάχης. Ντυμένος με πολεμική εξάρτυση, συγκρατεί με το αριστερό χέρι βαριά τραυματισμένο συμπολεμιστή του ενώ με το δεξί κρατά πιστόλι. Μια τρίτη μορφή, ενός νεκρού πολεμιστή τοποθετείται ανάμεσα στην κάνη και τους τροχούς ενός πυροβόλου.
Εξαιρετικά επιτυχημένη η σύλληψη του στιγμιότυπου της μάχης με τον τρόπο δόμησης του συμπλέγματος, με τους άξονες του έργου να συγκλίνουν δημιουργώντας νοητά το σχήμα της πυραμίδας.
Στη βάση της τοποθετήθηκαν τα συντρίμμια του κανονιού και τα σώματα των στρατιωτών, ενώ η σύνθεση κορυφώθηκε με το κορμί του νεαρού πολεμιστή, με την αίσθηση της κίνησης προς όλες τις κατευθύνσεις. Η συναισθηματική κατάσταση και η τραγικότητα της μάχης, αποτυπώθηκε στην έκφραση του προσώπου του μαχητή.
Στις πλάγιες όψεις του λευκού μαρμάρινου βάθρου της βάσης, υπάρχουν μαρμάρινα στεφάνια δάφνης, ενώ στην πρόσθια όψη υπάρχει ενεπίγραφη τιμητική πλακέτα στην οποία αναφέρεται: ‘’ΕΠΕΣΑΝ ΜΑΧΟΜΕΝΟΙ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝ ΚΙΛΚΙΣ ΜΑΧΗΝ ΤΗ 19,20,21 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913’’.
Με το μνημείο του Ηρώου προβάλλονται οι αρετές της συντροφικότητας, της αυτοθυσίας και της αυταπάρνησης, της εξύψωσης του ιδανικού της ελευθερίας.
Κατέχει περίοπτη θέση στη συλλογική μνήμη με αναφορές σε λογοτεχνικά έργα καταξιωμένων συγγραφέων και αποτελεί επίκεντρο των εκδηλώσεων στις επετείους εορτασμού της μάχης του Κιλκίς.
Τα αποκαλυπτήρια του Ηρώου πραγματοποιήθηκαν στις 23 Ιουλίου 1928, παρουσία του τότε Πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, και τοποθετήθηκε λάρνακα με οστά πεσόντων. Κατά την τελετή των αποκαλυπτηρίων αντί χαιρετισμού απήγγειλε το ποίημα ‘’Η Πατρίδα στους νεκρούς της – Ύμνος των Ελλήνων’’ ο ποιητής Κωστής Παλαμάς, ως εκπρόσωπος της Ακαδημίας Αθηνών.
Η Πατρίδα στους νεκρούς της
Ύμνος των ΕλλήνωνΕίμαι η Πατρίδα. Μουσική στο διάβα μου τον αέρα δένει.
Ριζώνω όπου σταθώ. Φως όπου πατώ σπέρνω.
Και μιας αλήθειας και μιας χάρης είμ’ εγώ η μητέρα, και ήρθα.
Τον ύμνο φέρνω. Τον ύμνο, φωτοστέφανο,
σε μυστικά Θεοφάνια χυτό από μένα,
αμάραντο, πιο απάνου απ’ τα στεφάνια
που φέρνουν για να στεφανώσουν το μνημόσυνό σας,
άρχοντες και στρατός και λαός γονατισμένοι εμπρός σας.
Τον ύμνο στην εικόνα σας τεχνίτης που τη λέει
γραφτή με το σμιλάρι του στα μαρμαρένια φύλλα,
τον ύμνο που τ’ αρμονικό του βούισμα τ’ ανταμώνει,
σημαία, με τη βουβή σου ανατριχίλα·
τον ύμνο τον πολύφωνο, και σάλπισμα κι αηδόνι, φέρνω,
να πάει τη δόξα σας βαθιά κρυφά όπου καίει
του Γένους η καρδιά, καρδιές μου, ήρωες,
μάρτυρες, νεκροί γενναίοι, ωραίοι.
Μία, θεία βουλή κι ο σταυρωμός κι ο λυτρωμός, παιδιά!
Κόδροι, Λεωνίδες, Καραΐσκοι στους καιρούς,
ακόμα όσοι με τ’ όνομα και ζείτε και φεγγοβολάτε,
κι εσείς που σα να κρύβεστε και σιωπηλοί περνάτε,
στρατιώτες άγνωστοι, αθλητές ανώνυμοι,
το στόμα που δε σας αχολόγησε το βροντερό της φήμης
και μένετε αλειτούργητοι στην εκκλησιά της μνήμης,
πεσμένοι μου ομολογητές από λογχιά, από βόλι,
κι οι γνωρισμένοι κι οι άγνωροι, δόξες μου, και όμοια, και όλοι.
Τέτοια ζωντάνια είχαν και τότε ορίζοντες, γη, τόποι,
και ο λάκκος και η κορφή.
Πίσω απ’ το μεγαλόκορφο τον Όρβηλο η Ροδόπη ξεμύτιζε κρυφή.
Αστραφτερά, μαυριδερά θεριεύανε στα μάτια βοσκές,
χωριά, νερά. Ρουμάνια, η λεύκα, η καστανιά,
τα πεύκα σαν τα ελάτια στυλώνονταν γερά.
Ρόδα. Τα πάντα πύρωνε το κάμα του Αλωνάρη,
ζώα, λίμνες, λαγκαδιές, και το ποτάμι το πλατύ, και το παχύ χορτάρι·
μαζί και τις καρδιές.
Γαυρίαζε πολεμόχαρα σε απάτητα ταμπούρια
με τ’ άρματα κι ο εχθρός.
Όμως απάνου από τα πολυβόλα, από τα θούρια,
Φούρια η φωνή μου: Εμπρός!
Δε σας κρατάν πλαγιά, κορφή, στενό, πλάτωμα, πόρος.
Έγινα μες στα σπλάχνα σας ο θεός ο νικηφόρος,
έγινα ο δρόμος πιο λαμπρά προς την αθανασία
που πάει με τη θυσία.
Μεμιάς και σα να γύριζαν οι μισεμένοι χρόνοι
του Διάκου και του Μπότσαρη και του Κολοκοτρώνη,
που και λαλούσε κι άνθιζε κι αηδόνι και λουλούδι μονάκριβο
μες στη σκλαβιά το κλέφτικο τραγούδι,
με τη δροσιά του τραγουδιού στο φλογισμένο στόμα,
με το τραγούδι επέφτατε ματώνοντας το χώμα,
κάτου από τ’ άξιο τ’ άλογο, στο ασώπαστο κανόνι,
πεζοί και καβαλάρηδες, του Μάη κομμένοι οι κλώνοι.
Βάγια, τρισάγια, Λαχανά, Κιλκίς, προσκυνητάρια.
Το αίμα, ο θάνατος, η νίκη, οι πέτρες, τα χορτάρια,
σκάλες προς ύψη επαγγελτά με πάτε, η περηφάνια
η αρχαία με παίρνει, μπάζετε στης ιστορίας μας
πάλι τη δόξα τα Βαλκάνια,
σα να ’διναν τα χέρια λαοί μες στην ανεμοζάλη,
Ροδόπη, σα να γύρευες —ποιός ξέρει— στου πολέμου τη λύσσα,
νύφη, το φιλί του ελληνοδόξαστου Αίμου…
Στου Χάρου την ολονυχτιά σάς φώτιζα, αγιοκέρι,
θυσιαστήρια, Λαχανά, Κιλκίς,
στη νύχτα του δαρμού σάς ήμουν της αυγής το αστέρι·
για σας είν’ ο ύμνος μου πλατύς.
Πλατύς είν’ ο ύμνος μου από σας,
γιατί και την Πατρίδα την ίδια εμέ πλατιά
σ’ εσάς να καθρεφτίζεται είδα σε Θεοφάνια μυστικά
μ’ όλα της φεγγοβόλα τα ιστορικά, τα ιδανικά, τα ριζικά της, όλα.
Δεν πάει σε μένα της φλογέρας η φωνή, μια στάλα.
Τα μεγαλόφωνα όργανα δοξάζουν τα μεγάλα.
Η Αθήνα, η Σπάρτη, Ρούμελη, Μοριά!
Τετραπλό φτάνει και τ’ όνομά σας μοναχά για του ύμνου το λιβάνι.
Γη αντρειωμένη, ανταριασμένη γη, Μακεδονία,
στου Γένους τα χρυσόνειρα και τόνος και αγωνία!
Γύρω σου, Ελλάδα ιδεατή, πόσες με σάρκα Ελλάδες!
Χαίρε, και των αρματολών Ήπειρος και του Πύρρου,
των Αλεξάντρων και η ορμή κι ο εξάμετρος του Ομήρου!
Βογκούν τα Δωδεκάνησα…
Ζει η Κύπρος, οι Κυκλάδες χορεύουν πάντα
ολόγυρα στην Απολλώνεια Δήλο·
και η Πούλια των Εφτάνησων.
Και τα σμαράγδια, τρία, Χίο, Λέσβο, Σάμο.
Η θάλασσα θησαυριστής μας, λάμπει, και η Κρήτη,
ηρώισσα, πάντα εμπρός.
Της Θεσσαλίας κι οι κάμποι πάντα βαστάν και του Αχιλλέα
και του Φεραίου το θρύλο.
Του Υδραίου το χέρι θριαμβικά σε κυβερνάει,
τιμόνι, το ξέρουν του αλησμόνητου Βοσπόρου τα νερά,
γυπάετος τ’ αερόπλανο, ρίζωμα το κανόνι,
κάποιος Κανάρης πλάθεται —ποιός ξέρει—στα Ψαρά.
Κι εσύ! ζωή της Ιωνίας!
Και μες στα σάβανά σου σφίγγοντας ευλαβητικά τ’ άγια τα λείψανά σου,
στον κόρφο μου το μητρικό που γύρευες
το μνήμα γρικάς μιας νεκρανάστασης να σε ξυπνάει το κύμα.
Σκέπη μας απ’ το Ταίναρο κι ώς τη Θεσσαλονίκη Σοφία, Εργάνη,
Πρόμαχος, η ασπίδα σου, Αθηνά.
Πνέε, ειρηνόφορη χαρά, του ματωμού
και οι λύκοι ουρλιάστε, όμοια σάς πρέπουνε δοξαστικά Ωσαννά!
Είμαι η Ελλάδα, των πατρίδων είμ’ εγώ
η κορόνα και των ανθρώπων
ο βωμός και των εθνών η Ελένη,
και τ’ ανταμώνω στων καιρών τα ρέματα ζωογόνα
τα τρόπαια της Αράχοβας, τα Δελφικά τεμένη.
Ειρήνη, εσύ ω πασίχαρη και ω πλουτοδότρα Ειρήνη,
ο ξάστερος εσύ ουρανός και η ξεδιψάστρα η κρήνη,
τον όλβο τον καλείς εσύ, την τύχη εσύ την κάνεις,
καλότυχος θνητός ή λαός που θα τον ξανασάνεις.
Στα πόδια σου άνεργη σπαράζει από τα καταχθόνια
και η καταλύτρα των εθνών η φάγοσσα η Διχόνοια!
Ευλογημένοι όσοι για σε δουλεύουν και «σαρκώσου!»
κράζουν με χέρια ικετικά προς τ’ άπιαστο όνειρό σου.
Μα έρχεται μέρα, βοή ξεσπά: «Χτυπάτε, πολεμάρχοι!»
Ποιός την αξία της η ζωή, ποιός δεν αισθάνεται
ότι την έχει από το θάνατο;
Κι αν η πατρίδα υπάρχει, τη ζεις εσύ, στρατιώτη!
Για να τη ζήσεις πολεμάς, καίεσαι, νικάς, πεθαίνεις,
για να καρπίσει η χωραφιά τη σκίζει κι ο οργοτόμος,
τέτοιος και πάντα κι από μιας αρχής της Οικουμένης
γύρω από τον Κυρ Ήλιο της ο άγριος κι ο άγιος νόμος.
Του νόμου αυτού μαυρίζει ο ίσκιος τ’ άστρο της ημέρας,
δράκοντας αίμα ρηγικό μυρίζεται το τέρας.
Όμως από τα ύψη μου κι όποιος τον αντικρίσει,
προσκυνητής του θα γενεί, θα ειπεί: «Πλάστρα η φωτιά του!»
Γύφτος, και τα σφυροκοπά στη φλόγα του
εδώ κάτου φύλα νέου κόσμου και παλιού σε Ανατολή, σε Δύση.
Ιδέες αρνήτρες, της ψυχής χαλάστρες φωτιές, πάγοι,
τυφλού ενός τρόμου ή το κρεμάν ανάερα το σπαθί,
ή πολεμάνε την ψυχή ν’ αράξουν όπου ανθεί το λησμοβότανο,
ίσα εκεί που ζούνε οι λωτοφάγοι.
Κι όσα από με παραδοτά, θρεμμένα, ευλογημένα, θρησκεία,
γη, πίστη, ιδανικά, θυσίες, αγάπες, χρέη, σα βαρετά,
σαν ξεγραφτά, προσβάλοντ’ ένα ένα.
Σε βάθρα, ξόανα βάρβαρα, Μεσσίες ωχροί, θεοί νέοι.
Είμαι η Πατρίδα. Αδάκρυτη και αγέλαστη μητέρα,
συχνά απ’ το χρέος που κυβερνά ιερό τα σωθικά μου,
μου βάζει ατσάλι στην καρδιά και στη ματιά φοβέρα,
το χρέος με δείχνει και μητριά και σκιάχτρο στα παιδιά μου.
Και μην ξαφνίζεστε αν κρατώ την αγριλιά στο χέρι πλεγμένη σε μαχαίρι.
Στην αγκαλιά μου ταιριαστές και Χάρες και Γοργόνες.
Οι Μαραθώνες —μάθετε— γεννούν τους Παρθενώνες.
—Παιδιά μου, όσοι, προφήτες μου, στρατιώτες, αρχηγοί,
σαν τα λιοντάρια στήσατε κορμιά και σαν τα κάστρα,
και μες στη μακεδονική ματοθρεμμένη γη
βάλατε την εικόνα μου φερτή σαν από τ’ άστρα στου Λαχανά και στου Κιλκίς
την εκκλησιά την πλάστρα, πνοές κι αν πλανάστε σ’ άλλη ζωή,
λείψανα κι αν κοιμάστε,
σας λειτουργώ στη δόξα μου. Μακαρισμένοι να ’στε! …)